συνδιοικούμενα

συνδιοικούμενα
συνδιοικέω
administer together
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
συνδιοικέω
administer together
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνδιοικώ — συνδιοικῶ, έω, ΝΜΑ διοικώ ή διαχειρίζομαι κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους αρχ. 1. κατορθώνω κάτι μαζί με άλλον 2. παθ. συνδιοικοῡμαι, έομαι έχω και εγώ επίσης μια ιδιότητα («τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δένδρων] συνδιοικούμενα στερεότητι», Σωρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”